- ελικωνία
- ηβλ. ελικώνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἑλικωνία — Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικών fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc/acc dual Ἑλικωνίᾱ , Ἑλικώνιος Heliconian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλικώνια — Ἑλικών neut nom/voc/acc pl Ἑλικώνιος Heliconian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικώνιος — α, ο (Α ἑλικώνιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στις Μούσες τού Ελικώνα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ελικώνιος λεπιδόπτερο έντομο τής οικογένειας τών παπιλιονιδών 2. το θηλ. ως ουσ. η ελικωνία καλλωπιστικό φυτό τής τροπικής Αμερικής αρχ. 1. αυτός… … Dictionary of Greek